- βύσσος
- Έτσι ονομάζεται το ινδικό λινάρι, λεπτό κιτρινωπό λινάρι από την Ινδία ή την Αίγυπτο, όπως επίσης και το ύφασμα που κατασκευάζεται από αυτό. Στην αρχαία Αίγυπτο, με ύφασμα β. τύλιγαν τις μούμιες. Στην Ελλάδα ο β. έγινε γνωστός από τους Φοίνικες. Καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα στην περιοχή της Ηλείας και η κατεργασία του γινόταν στην Πάτρα, όπου οι γυναίκες ύφαιναν με αυτόν υφάσματα από τα οποία έφτιαχναν ωραία τσεμπέρια.
(Βοτ.) Παλαιότερη ονομασία διαφόρων μυκηλίων που υπάρχουν στη φύση και θεωρούνταν κάποτε αυτόνομα είδη νηματοειδών μυκήτων.
(Ζωολ.) Θύσανος λεπτών νηματίων που βρίσκεται στον λεγόμενο πόδα μερικών ελασματοβραγχίων μαλακίων (ανομία, βενέρουπις, βουλσέλα, μύδι, πίνα κ.ά.) και χρησιμεύει για να προσκολλώνται εύκολα τα μαλάκια αυτά σε βράχους, πέτρες, υδρόβια φυτά και άλλα ζώα στο υγρό περιβάλλον ή για την προστασία τους (π.χ. στο μύδι). Ο β. εκκρίνεται από έναν ειδικό αδένα που λέγεται αδένας του β. ή βυσσογόνος αδένας και είναι αρχικά ένα μυξώδες υγρό που ύστερα από λίγο σκληραίνει και σχηματίζει ανθεκτικά μεταξώδη νήματα (πίνα) ή σε μερικές περιπτώσεις ασβεστοποιείται (ανομία). Τα μεταξώδη νήματα της πίνας λέγονται επίσης μετάξι της θάλασσας και από αυτά μπορούν να κατασκευαστούν αραχνοΰφαντα υφάσματα.
* * *βύσσος, η (AM)1. λεπτό κιτρινωπό λινάρι, αιγυπτιακό ή ινδικό2. πολυτελές ύφασμα ή ένδυμα από βύσσο («ἐνεδυσάμην πορφύραν καὶ βύσσον», Παλαιά Διαθήκη)αρχ.1. βαμβάκι ή βαμβακερό ύφασμα2. μετάξι.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. που μέσω της Σημιτικής (πρβλ. φοιν. bs, εβρ. και αραμ. būs) εισήλθε στην Ελληνική από το αιγυπτ. w d-t «είδος λιναριού»].
Dictionary of Greek. 2013.